Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
aesthetics
/esˈθet.ɪks/ = NOUN: αισθητική, καλαισθησία;
USER: αισθητική, αισθητικής, την αισθητική, αισθητική του, καλαισθησία
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
comforting
/ˈkʌm.fə.tɪŋ/ = VERB: ανακουφίζω, παρηγορώ, ενθαρρύνω, αναπαύω;
USER: παρήγορο, ανακουφίζοντας, παρηγορητικό, ανακουφιστικό, ανακουφίζοντας τα
GT
GD
C
H
L
M
O
companionship
/kəmˈpæn.jən.ʃɪp/ = NOUN: συντροφιά, παρέα, φιλία;
USER: συντροφιά, παρέα, συντροφικότητα, συντροφικότητας, τη συντροφικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
company
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
develops
/dɪˈvel.əp/ = VERB: αναπτύσσω, εμφανίζω;
USER: αναπτύσσει, αναπτύσσεται, εξελίσσεται, αναπτύξει, αναπτυχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
dramatically
/drəˈmæt.ɪ.kəl.i/ = USER: δραματικά, εντυπωσιακά, δραστικά, θεαματικά, σημαντικά
GT
GD
C
H
L
M
O
empathetic
/ˈem.pə.θaɪz/ = USER: κατανόηση, με κατανόηση, ενσυναισθητική, εμπάθεια, κατανόηση.Η
GT
GD
C
H
L
M
O
endowed
/enˈdou/ = VERB: προικίζω, χαρίζω;
USER: προικισμένο, προικισμένη, προικισμένος, προικισμένες, διαθέτει
GT
GD
C
H
L
M
O
entertain
/en.təˈteɪn/ = VERB: διασκεδάζω, περιποιούμαι, φιλοξενώ;
USER: ψυχαγωγήσει, διασκεδάσει, να ψυχαγωγήσει, ψυχαγωγία, διασκεδάζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
everyday
/ˈev.ri.deɪ/ = ADJECTIVE: καθημερινός;
USER: καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, καθημερινής, καθημερινές
GT
GD
C
H
L
M
O
expressiveness
/ɪkˈspres.ɪv/ = USER: εκφραστικότητα, εκφραστική, εκφραστικότητας, εκφραστικότητά, η εκφραστικότητα,
GT
GD
C
H
L
M
O
humanlike
= USER: humanlike, ανθρωπόμορφα, ανθρωπόμορφο, ανθρωπόμορφη, ανθρωποειδούς
GT
GD
C
H
L
M
O
improve
/ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω;
USER: βελτίωση, τη βελτίωση της, βελτίωση της, τη βελτίωση, βελτιώσει, βελτιώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
intelligent
/inˈtelijənt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, νοήμων;
USER: έξυπνος, νοήμων, ευφυή, έξυπνη, ευφυής
GT
GD
C
H
L
M
O
interactivity
/ˌɪntərækˈtɪvəti/ = USER: διαδραστικότητα, διαδραστικότητας, αλληλεπίδραση, αλληλεπίδρασης, η διαδραστικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
lives
/laɪvz/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωές, ζωή, τη ζωή, ζωής, ζει, ζει
GT
GD
C
H
L
M
O
long
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος;
VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ;
ADVERB: επί μάκρον;
USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη
GT
GD
C
H
L
M
O
mission
/ˈmɪʃ.ən/ = NOUN: αποστολή, ιεραποστολή, καθήκο;
USER: αποστολή, αποστολής, την αποστολή, της αποστολής, Η αποστολή
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
provide
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
remarkable
/rɪˈmɑː.kə.bl̩/ = ADJECTIVE: αξιοσημείωτος, αξιοπαρατήρητος;
USER: αξιοσημείωτη, αξιόλογο, αξιόλογα, αξιοσημείωτο, αξιοσημείωτα
GT
GD
C
H
L
M
O
robotics
/rəʊˈbɒt.ɪks/ = NOUN: ρομποτική;
USER: ρομποτική, ρομποτικής, Robotics, ρομποτικές, η ρομποτική
GT
GD
C
H
L
M
O
robots
/ˈrəʊ.bɒt/ = NOUN: ρομπότ, εργάτης, μηχανικός, μηχανικώς εργαζόμενος;
USER: ρομπότ, τα ρομπότ, robots, ρομποτ, ρομπότ που
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
serve
/sɜːv/ = NOUN: σερβίρισμα;
VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω;
USER: εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν, εξυπηρετεί
GT
GD
C
H
L
M
O
teach
/tiːtʃ/ = VERB: διδάσκω;
USER: διδάσκω, διδάξει, διδάξουν, διδάσκουν, διδάσκει, διδάσκει
GT
GD
C
H
L
M
O
term
/tɜːm/ = NOUN: όρος, περίοδος, προθεσμία;
VERB: ονομάζω;
USER: όρος, περίοδος, όρο, όρου, διάρκειας
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
world
/wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν;
USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια
36 words